- σποδιακός
- σποδ-ιακός, ή, όν,A made from σπόδιον, Orib.Syn.3.129, Aët.7.23, Paul.Aeg.3.22.6, 7.16.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σποδιακός — ή, όν, ΜΑ [σπόδιον] αυτός που προέρχεται από σκουριά … Dictionary of Greek
σποδιακά — σποδιακός made from neut nom/voc/acc pl σποδιακά̱ , σποδιακός made from fem nom/voc/acc dual σποδιακά̱ , σποδιακός made from fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιακόν — σποδιακός made from masc acc sg σποδιακός made from neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιακῷ — σποδιακός made from masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)